- υποστεγάζω
- ὑποστεγάζω ΝΑ [στεγάζω]θέτω κάτι κάτω από στέγη, στεγάζωαρχ.μτφ. υποστηρίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γκαράζ — και γκαράζι, το 1. ειδικός χώρος για να σταθμεύουν αυτοκίνητα 2. εργαστήριο επισκευής και συντηρήσεως αυτοκινήτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. garage < garer «βάζω σε σταθμό, υποστεγάζω»] … Dictionary of Greek
υποστέγασμα — άσματος, το / ὑποστέγασμα, ΝΑ [ὑποστεγάζω] νεοελλ. υπόστεγο αρχ. υπόστρωμα … Dictionary of Greek
υποστέγω — Α υποστεγάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + στέγω «στεγάζω»] … Dictionary of Greek